Η Εύβοια στην επανάσταση του 1821. Η επαναστατική κίνηση που ξεκίνησε εξαπλώθηκε σε όλο το νησί.
  •  

    Οι Τούρκοι κατακτητές είχαν αποδώσει εξαιρετική σημασία στήν Εύβοια λόγω τής γεωγραφικής της θέσης. 

    Η επαναστατική κίνηση που ξεκίνησε εξαπλώθηκε σε όλο το νησί.

    Οι Ευβοείς επαναστάτες με αρχηγό το Βερούση Μουτσανά κατάφεραν να διώξουν τους Αλβανούς μπέηδες από τη βόρεια Εύβοια.


    Στη συνέχεια συγκρότησαν στρατόπεδο στα Βρυσάκια, διεξάγοντας μια σειρά από μάχες. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη μάχη της Μάνικας στις 30 Μαΐου 1821. Το Βερούση διαδέχθηκε στην αρχηγία ο Αγγελής Γοβγιός. Μετά από μια θριαμβευτική νίκη στα Βρυσάκια κατάφερε να εγκαταλείψει ο Ομέρ Βρυώνης την Εύβοια. Αργότερα ο Γοβγιός σκοτώθηκε πολεμώντας στα Δυο Βουνά.

    Ο Ομέρ της Καρύστου κατάφερε να συντρίψει οποιαδήποτε κινητοποίηση παρουσιάστηκε στη Νότια Εύβοια, με πρωτοστάτη τον επίσκοπο Νεόφυτο.

    Η επανάσταση άρχισε να κινδυνεύει στην Εύβοια, με την υπεροχή των Τούρκων να γίνεται εμφανής.

    Οι Ελληνες ενισχύθηκαν σημαντικά με το Νικόλαο Κριεζώτη και τη βοήθεια των Ηλία και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, του Διαμαντή και του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

    Η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος ανέθεσε το 1823 τις θαλάσσιες επιχειρήσεις στο στόλο των Ψαρρών για τον αγώνα στην Εύβοια, μετά από αίτημα των ίδιων των Ευβοέων, που θα αναλάμβαναν να πληρώσουν τις δαπάνες της εκστρατείας. Τέσσερα ψαριανά πλοία στάλθηκαν στη βόρεια Εύβοια, έξι στον όρμο της Ερέτριας, ενώ βοήθησαν στην αποβίβαση του Κριεζώτη στην Κάρυστο και του Ανδρούτσου στο Αλιβέρι.

    Ο Κριεζώτης πολιόρκησε την Κάρυστο, αλλά στις 25 Μαΐου 1823 αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία όταν κατέφθασε ο τουρκικός στόλος υπό τον Καπουδάν πασά. Ο Ανδρούτσος με 3.000 άνδρες πολιόρκησε στενά τη Χαλκίδα και θα είχε καταφέρει το στόχο του αν δεν υπήρχε μια «περίεργη» συμπεριφορά από την κυβέρνηση που αρνήθηκε να τον ενισχύσει. Τελικά στις 24 Απριλίου, μετά από σημαντική ενίσχυση του τουρκικού στρατοπέδου, οι Έλληνες αποχώρησαν. Ο Κριεζώτης αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Κάρυστο, όπου είχε ανασυστήσει την πολιορκία του, μετά την άφιξη ισχυρών τουρκικών δυνάμεων στο νησί.

    Οι Τούρκοι κατέπνιξαν κάθε μορφής εξέγερση με μεγάλη βιαιότητα, με αποτέλεσμα εκείνη την περίοδο ο πληθυσμός των κατοίκων να μειωθεί σημαντικά. Υπάρχουν μαρτυρίες για 10.000 κατοίκους.

    Μια προσπάθεια έγινε το 1826 από το Γάλλο στρατηγό Φαβιέρο, που με τακτικό ελληνικό στρατό πολιόρκησε την Κάρυστο, η οποία σημαδεύτηκε με αποτυχία.

    Σημαντική για την εξέλιξη της επανάστασης σε όλη την Ελλάδα ήταν η μάχη του Ανηφορίτη στις 2 Ιουνίου 1829. Η νίκη των Ελλήνων σε αυτή τη μάχη έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για την έκβαση της μάχης της Πέτρας στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 που ανανέωσαν την ελπίδα ότι δεν έσβησε ολοκληρωτικά η ελληνική επανάσταση.

    Η Εύβοια έμελλε να απελευθερωθεί μέσω διπλωματίας, αφού οι Τούρκοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να την κρατήσουν. Ο Ομέρ πασάς δεν παρέδωσε το νησί ούτε το 1830 αν και σουλτανικό φιρμάνι αναγνώριζε την ελληνική κυριότητα στην Εύβοια. 

    Το Φεβρουάριο του 1830 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο, στα ελληνικά όρια περιλαμβανόντουσαν τα νησιά της Εύβοιας και της Σκύρου. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, οι Τούρκοι της Εύβοιας θα αποζημιώνονταν για τα κτήματα που είχαν στην άμεση κυριότητά τους. Το γεγονός αυτό βοήθησε τους Τούρκους να παραμείνουν μεγαλύτερο διάστημα στο νησί και δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στη νέα διακυβέρνηση του Καποδίστρια να εξασφαλίσει τα χρήματα για την αγορά των «τουρκικών» κτημάτων.

    Τελικά, ο Ομέρ πασάς παρέδωσε το φρούριο της Χαλκίδας δια του αντιπροσώπου του Χατζή Ισμαήλ Βέη στον απεσταλμένο του Όθωνα Ιάκωβο Ρίζο Νερουλό, στις 23 Μαρτίου 1833. Πρώτος διοικητής του νησιού ορίστηκε ο Γεώργιος Ψύλλας και πρώτος νομάρχης ο Γεώργιος Αινιάν. 

    Η οθωμανική εξουσία στήν Εύβοια ήταν ιδιαιτέρως σκληρή, η γή ανήκε εξ ολοκλήρου στούς Τούρκους καί οι Ρωμιοί δούλευαν τήν ξένη γή σάν σκλάβοι. Ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί τής Καρυστίας υπόφεραν τά πάνδεινα καί δέν τολμούσαν ούτε κάν νά έχουν ιερείς γιά νά λειτουργούν τίς εκκλησίες τους. Η σφαγή ενός ραγιά από μουσουλμάνο δέν θεωρείτο αδίκημα. Ο Διονύσιος Κόκκινος στό έργο του, αναφέρει περιστατικά στά οποία οι μουσουλμάνοι τής Χαλκίδας σκότωναν Χριστιανούς είτε γιατί τό πεπόνι πού τούς πούλησαν δέν ήταν νόστιμο, είτε γιατί δέν τούς άρεσε τό ρακί κτλ. Κλέφτικα καπετανάτα δέν υπήρχαν καί ο Τούρκος πασάς είχε σίγουρο το πασαλίκι του. Ποτέ του δεν πίστευε ότι οι σκλάβοι πού δούλευαν τά χωράφια του θά τολμούσαν νά σηκώσουν κεφάλι. 

    Την εποχή αυτή διοικούσε τήν Εύβοια ο μουσελίμης Αχμέτ Μπέης αντί του Γιουσούφ πασά, που υπηρετούσε στο στρατόπεδο του Χουρσίτ πασά στήν Ήπειρο. Την Δευτέρα του Πάσχα, 11 Απριλίου 1821, οι αγάδες έχοντας γνώση γιά τά επαναστατικά κινήματα τών γκιαούρηδων, έκαναν σύσκεψη περί του πρακτέου. Στο συμβούλιο πήρε μέρος καί ο διοικητής της Καρυστίας Ομέρ Μπέης. Αλλοι πρότειναν γενική σφαγή καί δήμευση των περιουσιών των χριστιανών, άλλοι νά σφαγούν μόνο οι πρόκριτοι καί κάποιοι πρότειναν νά μή γίνει τίποτα. Τελικά οι αγάδες αποφάσισαν νά συλλάβουν όλους τούς πρόκριτους τούς οποίους στό τέλος τούς κατέσφαξαν.

    «Η επανάστασις τής Ευβοίας εκρίνετο προβληματική, ως επεχούσης τά δευτερεία, άν ουχί τά ίσα, τής Κρήτης κατά τήν τυραννίαν τών Τούρκων... ών ένεκα οι Χριστιανοί κάτοικοι κατήντησαν κατά μέγα μέρος φέροντες μορφήν μόνην ανθρώπου. 

    Ως τοιούτοι οι Ευβοείς ανεπίδεκτοι εθεωρούντο οργανώσεως επαναστατικής, μή φέροντες πρόσωπα οπωσδήποτε διακεκριμένα. Σποράδην τό μυστήριον εγνωρίζετο παρά τισι διά τών εν Αθήναις καί Λεβαδεία εταίρων, εκ τού ανωτέρου δέ ιερατικού κλήρου τής νήσου ο μέν εν Χαλκίδι εδρεύων αρχιεπίσκοπος Γρηγόριος... 

    Επί τής εποχής αυτής εδιοίκει τήν Εύβοιαν επιτροπικώς, αντί τού πρσφάτως διορισθέντος Ιουσούφ πασσά, μουτεσελίμης τις εκ Βιτωλίων Αχμέτ βεγής. Ούτος, ως καί οι λοιποί τών βέγιδων καί αγάδων τής Χαλκίδος, ανησυχούντες επί τοίς διαφόροις ακούσμασι, συνεσκέπτοντο ιδία περί τού ποιητέου ως πρός τούς ραγιάδας τής Ευβοίας. Αλλων δέ άλλα προτεινόντων, τών μέν σφαγήν γενικήν καί δήμευσιν, τών δέ σφαγήν μερικήν τών προκριτέρων, τών δέ περιφρόνησιν καί τά τοιαύτα... 

    Απεφασίσθη ούτως, όπως ομηρεύσωσιν εν τώ φρουρίω οι δημογέροντες τής νήσου, εφαρμοσθέντος δέ τού μέτρου αυτού, οι όμηροι ούτοι, τή μέν νυκτί εφυλακίζεντο, τή δέ ημέρα ηγγαρεύοντο εν τή χειρομύλη, οι πλείστοι δ' αλληλοδιαδόχως, ως ο Δημήτριος Αποστολίδης, Ιωάννης Αστέρης, Ιωάννης τής Ζαχαρούς, Σταμάτιος Νικολάκης καί άλλοι, εσφάγησαν υπό τών Τούρκων, ο μέν διά ταύτην, ο δέ δι' εκείνην τήν πρόφασιν...»
    Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1859

    Από τό 1205 μέχρι τό 1470 η Εύβοια ήταν υπό ενετική κατοχή, ενώ τό 1470 κατελήφθη από τούς Οθωμανούς. Γιά έξι αιώνες λοιπόν η Εύβοια δέν ήταν ελληνική. Αν οι Ρωμιοί τού 1821, σκέφτονταν όπως οι σημερινοί (2011), "προοδευτικοί", "δημοκράτες", πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστημίων, συνδικαλιστές καί όλο τό κακό συναπάντημα πού μάς έχει φορτωθεί, δέν θά έκαναν επανάσταση. Θά έλεγαν ότι έγινε έγινε, ας τά ξεχάσουμε, καί ότι είναι εθνικισμός νά θέλουμε εδάφη πού τά έχουμε χάσει εδώ καί εξακόσια χρόνια καί θά πήγαινε καί ο Νταλάρας πού χαρίζει τό Αιγαίο στά ψάρια του, νά δώσει συναυλία στήν Χαλκίδα η οποία θά παρέμενε οθωμανική καί πολυπολιτισμική. Τότε όμως δέν υπήρχε Σκάϊ, Αριστερά, Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΜΜΕ, Συνδικάτα, ΚΚΕ, ΜΚΟ, ΣΙΑ, Σόρος, ΣΥΡΙΖΑ. Τότε υπήρχε ρωμαίικη αγνή ψυχή. 

    Έτσι παρόλη τήν τρομοκρατία τών μουσουλμάνων, οι Ευβοείς ξεσηκώθηκαν.  Κατά τά μέσα τού Μαϊου τού 1821 οι κάτοικοι τής Λίμνης, γενέτειρας τού Αγγελή Γοβγίνα, πρώτοι στό Γριπονήσι υψώσανε τό λάβαρο τής λευτεριάς. Αντίκρυ από τή Ρούμελη τούς μιλούσε στήν ψυχή τους ο παλουκωμένος Διάκος καί τούς καλούσε νά κτυπήσουν τούς τυράννους. Οι Λιμναίοι σέ συνεννόηση μέ τούς Τρικκεριώτες αρμάτωσαν τέσσερεις σκούνες καί μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα οργάνωσαν στολίσκο. Ο Τομαράς σχημάτισε τό πρώτο επαναστατικό στρατόπεδο στήν οχυρή θέση Αγιος, έξι ώρες μακρυά από τήν Χαλκίδα (Νεγρεπόντε) καί οι Λιμνιώτες ανέλαβαν τήν τροφοδοσία (ζαερέ) τού στρατοπέδου παρέχοντας ψωμί, κρέας, κρασί, μπαρούτι καί βόλια. 

    Αποφασίστηκε νά χτυπηθούν πρώτα οι Τουρκαλβανοί του Αλή Πασά στό Ξηροχώρι. Στο μεταξύ, ο Τομαράς καί ο Βαλτινός ή Κλωτσοτύρης, πιάσαν τό Ντερβένι, πού είναι στένωμα σέ μία θέση ορεινή έξη ώρες περίπου από τή Χαλκίδα. Στό χωριό Αγιος, εκείνες τίς ημέρες έφτασε ο Πρωτοσύγκελος τού Αρχιεπισκόπου Μακάριος Βαρλαάμ Σκυριανός. Αυτός είχε σταλεί από τούς Τούρκους τής Χαλκίδας μέ συνοδό του τόν Αμούς Αγά νά αφοπλίσει καί νά μαζέψει τά όπλα τών επαναστατών. Αλλά στό χωριό Κοντοδεσπότι, μερικοί τσοπάνηδες σκότωσαν όλους τούς Τούρκους συνοδούς. Κατόπιν μέ τούς τσοπάνηδες εκείνους ο Βαρλαάμ πήρε τήν στράτα πρός τόν Αγιο, όπου ανταμώθηκε μέ τούς Κλέφτες τού Τομαρά. Σάν αρχηγό τους οι επαναστάτες τής Εύβοιας, καθότι δέν ήταν εμπειροπόλεμοι, καλέσανε τόν πρώτο ξάδελφο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Βερούση Μουτσανά, από τίς Λιβανάτες της Λοκρίδας.

    «Υπερμεσούντος δέ τού Μαΐου, πρώτοι τών Ευβοέων οι Λίμνιοι ησπάσθησαν τόν υπέρ τής Πατρίδος τόν ιερόν αγώνα, συννενοηθέντες καί μετά τών Τρικεριωτών, οίτινες εξώπλισαν εκείθεν δύο ιμπρίκια, ών τό μέν επλοιαρχείτο υπό τού Ευσταθίου Κουτμάνη, τό δέ υπό τού καπετάν Κωνσταντίνου, αλλά καί οι Λίμνιοι εξώπλισαν ωσαύτως τέσσαρας σκούνας, μή έχοντες μεγαλείτερα τούτων, πρός θαλάσσιον αποκλεισμόν. 

    Τά δέ Τρικεριώτικα παρέλαβον από τά αντίπερα μέρη τόν καπετάν Βερούση, συγγενή τού Οδυσσέως, έχοντα μεθ' αυτού καί τινας στρατιώτας, ήγαγον αυτόν καί απεβίβασαν επί τής γής τού Ξηροχωρίου, όςτις ηνώθη μετά τών εκεί Νικολάου Τομαρά, Γεωργίου Βαλτινού Ιατρού (Κλωτσοτύρην ύστερον) καί Γιαννιώ Χαλκιά Ξηροχωρίτου. 

    Καί πρώτον μέν έπεσον κατά τών ολίγων Τούρκων τού Ξηροχωρίου, καί τούς μέν εφόνευσαν, τούς δέ εδίωξαν εκείθεν φεύγοντες δέ εσώθησαν εις Χαλκίδα. Τούτου δέ γενομένου, ο Νικόλαος Τομαράς καί Γεώργιος Ιατρός στρατολογήσαντες παραχρήμα τούς εγχωρίους καί ως εμπροσθοφυλακή ώδευσαν εις τόν Αϊον καί κατέλαβαν τήν θέσιν αυτήν αναμένοντες εν αυτή τόν καπετάν Βερούση... 

    Μετά δύο δέ ημέρας (27 Μαΐου Παρασκευή) έφθασε καί ο καπετάν Βερούσης έχων τόν Χαλκιάν, τόν Τουρκοστάθην καί τρείς ιερείς, ο εις τούτων ήτο Ξηρομερίτης. Τούτου αφιχθέντος εξεκίνησαν πρός τά Πολιτικά, εν οίς καί τήν εσπέραν εκείνην κατέλυσεν... 

    Κατ' εκείνην τήν στιγμήν λαθραίως εκφυγών τις από Χαλκίδος έφθασεν εν Πολιτικοίς, όπου καί ο στρατός διέμενεν εισέτι, απαγγέλων τάδε: 

    "Οι Τούρκοι είναι πολύ εξηγριωμένοι, αλλά καί πανικός φόβος κατέχει αυτούς, όθεν καλόν είναι νά γράψητε εις τούς μπέηδας καί τόν Μουτεσελίμην νά μή πειράξουν τούς εν Χαλκίδι Χριστιανούς." 

    Η γνώμη αύτη ήρεσε τώ καπετάν Βερούση καί τοίς άλλοις καί παραχρήμα έγραψαν ως εφεξής: 

    "Γνωρίζετε Αγάδες, από τά κιτάπια σας, ότι ο από Θεού ωρισμένος καιρός τής εξουσίας σας επέρασε, δέν θέλει νά μάς έχετε ραγιάδες πλέον, νά προσκυνήσετε καί νά πάρητε, όσα πράγματα σηκώνετε καί νά πάτε, όπου θέλετε. Σάς υποσχόμεθα νά φυλάξωμεν τήν ζωήν καί την τιμήν σας, αφού αφήσετε τά άρματά σας, εμείς τήν γή πού μάς πήρατε, ζητούμεν νά πάρωμεν πίσω." 

    Τού γράμματος δέ προσταλέντος, κόψαντες σημαίας περίπου τεσσαράκοντα, καί γευματίσαντες άπαντες οι εν τώ στρατώ, περί μεσημβρίαν εξεκίνησαν πρός τήν Χαλκίδα μετά τυμπάνων καί άλλων οργάνων. Αλλά καί τά πλοία τά τε Τρικεριώτικα καί τά Λιμναϊκά άραντα τάς άγκυρας των τάς έρριψαν παρά τήν Λιανήν άμμον. Αμα δέ ο στρατός εν τή πεδιάδι τής Καστέλας ήρξατο οδεύειν, ηρίθμησεν ο αρχικαπετάνιος καί εύρε τουφέκια πεντακόσια πεντήκοντα μόνον, οι δέ άλλοι, οι μέν είχον ρόπαλα, οι δέ άλλα...»
    Ευβοϊκά ή Ιστορία τής νήσου Ευβοίας συντεθείσα υπό τού Αρχιμανδρίτου Ναθαναήλ Ιωάννου, Εν Ερμουπόλει 1858

    Οι επαναστάτες ήταν απειροπόλεμοι καί απείθαρχοι ενώ μόνο μερικές εκατοντάδες διέθεταν όπλα καί φυσέκια. Οι υπόλοιποι ήταν οπλισμένοι μέ γεωργικά εργαλεία ή ρόπαλα. Ο αρχηγός τους Βερούσης Μουτσανάς αποδείχθηκε ανίκανος καί ο ναύαρχος Αλέξανδρος Κριεζής πού αρμάτωσε τά δύο τρεχαντήρια από τό Τρίκερι γιά νά μεταφέρουν τόν Βερούση στό Γριπονήσι, μετάνοιωσε γρήγορα γιά τήν απόφασή του αυτή. 
    «Ήρχισε νά αλλάζη ο καιρός μπάτης καί εις τάς 3 Μαϊου εφθάσαμεν εις Σκίαθον, εις τάς 4 εις Τρίκερι αγκυροβολήσαμε. Εβγήκα έξω μέ την μεγάλην λέμβον μέ 70 ναύτας μου. Ήλθον οι προύχοντες τού τόπου μέ τούς εμποροπλοιάρχους καί μέ υποδέχθησαν μέ εσυντρόφευσαν εις τήν Κατζελαρίαν τους,  τούς ωμίλησα πολλά δια την ανεξαρτησίαν καί δεν ηθέλησαν νά μέ ακούσουν, εις το ύστερον ήρχισα καί μέ φοβέραις καί άλλα. Ευθύς τους υποχρέωσα καί έρραψαν καί σημαίας μέ σταυρούς καί ύψωσαν εις την Κατζελαρίαν τους καί τα πλοία των καί μέ κανονιοβολισμούς καθώς εγώ τους έρριψα. Τους ώρκισα. 

    Εκεί όπου είμαστε βλέπω καί παρουσιάζεται εμπρός αρχηγός μέ 15 οπλοφόρους, μέ φωνάζει αν έχη την άδειαν νά έμβη νά μέ ιδή. Εσηκώθην μόνος μου καί τον έπιασα από το χέρι καί τον εκάθησα σιμά μου, τον ερωτώ τις είναι καί τι ζητεί, μέ λέγει αν έχη το ελεύθερον νά ομιλήση, του έδωσα την άδεια, μέ λέγει: 

    - "Κύριε αρχηγέ Κριεζή, εγώ έχω 10 ημέραις, όπου ζητώ ν' αναχωρίσω διά τό πέρα μέρος του Ευρίπου, (εις το) Ξηροχώρι δια νά βαρέσωμε τούς εχθρούς κι' οι κύριοι ούτοι μέ έχουν έως σήμερον εμποδισμένον καί μήτε καϊκι μου δίδουν ν' αναχωρήσω." 

    Καί οι κύριοι Τρικεριώτες μέ είπον το εναντίον, καί εκατάλαβα ότι είχε δίκαιον ο στρατιώτης, τον ηρώτησα από τι μέρος ήτον, καί μέ είπεν ότι: 

    - "Είμαι εξάδελφος του Οδυσσέως, ονομάζομαι Βερούσης Μουτσανάς." . 

    Ευθύς του έδωσα την άδειαν νά τζουρμάρη, είπον καί μέ έφεραν καί τον πρωτόγερόν τους, τον επρόσταξα καί εφώναξεν: 

    - "Όποιος θέλη νά γραφθή στρατιώτης, ελευθέρως! " . 

    Και σε μιαν ώραν εγράφησαν 30. Τους έπιασα δύο τρεχαντήρια συμφωνώντας καί τον ναύλον από 40 γρόσια τον καθένα καί τους τα επλήρωσα εξ ιδίων μου, τους έδωσα καί τας ζωοτροφίας καί διακοσίους ντεστέδες φυσέκια υπο την οδηγίαν του Βερούση Μουτσανά. Τους έβγαλα εμπρός, τους επροβόδωσα εως το ιμβάρκον τους, τους έρριψα καί 5 κανοβιοβολισμούς δια νά τους ενθαρρύνω καί ανεχώρησαν προς το βράδυ δια τους Ωρεούς καί Ξηροχώρι.»

    Αλέξανδρος Δ. Κριεζής - Γκιορνάλε διά την ανεξαρτησίαν τού Έθνους
    Οι Ευβοείς ηττήθηκαν εύκολα από τούς Τούρκους, τόσο στή θέση Τροχός, όσο καί στή θέση Βρωμούσες. Μόνο μέ τήν εμφάνισή του τό τουρκικό ιππικό τούς έτρεψε σέ φυγή. Τά τουρκικά σπαθιά έκοψαν δεκάδες κεφάλια καί μόνο όσοι έτρεξαν πρός τήν θάλασσα σώθηκαν από τούς κανονιοβολισμούς τών καραβιών τού Κριεζή. Μετά από αυτές τίς ήττες οι τουρκόφρονες άρχισαν νά προδίδουν τούς συμπατριώτες τους στόν Ομέρ μπέη τής Καρύστου ο οποίος τούς έκαψε τά σπίτια. Ο Κριεζής μπροστά στό αδιέξοδο, αποφάσισε νά καλέσει στό νησί έναν εμπειροπόλεμο συμπατριώτη τους, τόν Αγγελή Γοβιό ή Γοβγίνα.