ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ «ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ & ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ – FAST TRACK»
  • Οι λέξεις «ανάπτυξη» και «επενδύσεις» ―και ειδικά ξένες επενδύσεις― είναι μέρος της καθημερινότητάς μας εδώ και πολλά χρόνια. Μιλάμε για ανάπτυξη, αναλύουμε τα μονοπάτια της ανάπτυξης, συζητούμε για τα χρώματα της ανάπτυξης. Φυσικά έχουμε και Υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά, προς μεγάλη μας έκπληξη, δεν έχουμε ανάπτυξη!

    Τα ίδια και για τις επενδύσεις. Επενδύσεις ακούμε και επενδύσεις δεν βλέπουμε. Λες και κάποιος μας καταράστηκε να είμαστε η χώρα που έβλεπε την ανάπτυξη και τις επενδύσεις να περνούν…

    Στην μετά μνημόνιο εποχή, οι επενδύσεις ―και μάλιστα οι ξένες, οι φρέσκιες, αυτές που έρχονται έξω από το σύστημα― είναι παραπάνω από καλοδεχούμενες. Είναι απαραίτητες, είναι αναγκαίες, είναι κάτι χωρίς το οποίο δεν βγαίνουμε. Πρέπει να τις προσελκύσουμε επειγόντως. Πρέπει να δώσουμε αυτά που θέλουν οι επενδυτές ώστε να μας εμπιστευθούν και να προτιμήσουν την Ελλάδα αντί για την Τουρκία ή τις άλλες Βαλκανικές χώρες.

    Η κυβέρνηση αυτή καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για να διορθώσει τα θεμελιώδη προβλήματα, τα υφιστάμενα προβλήματα, που κατάντησαν την Ελλάδα να θεωρείται μια χώρα υπό κατάρρευση, καταδικασμένη να αποτύχει. Με προσήλωση και θυσίες καταφέραμε να συγκρατήσουμε την πτωτική πορεία. Η παγκόσμια κοινή γνώμη δεν μας βλέπει όσο αρνητικά μας έβλεπε, κι αυτό είναι ―υπό τις συνθήκες που έγινε― ένα μικρό κατόρθωμα.

    Το παρόν σχέδιο νόμου είναι ένα ακόμη επείγον νομοθέτημα. Η χώρα μας έχει ανάγκη τις επενδύσεις και, για να συμβεί αυτό, πρέπει να άρουμε τις δυσκολίες που συναντούν οι επενδύσεις. Δεν είναι ούτε λογικό ούτε έξυπνο, να εμποδίζουμε τα χρήματα να έρθουν στη χώρα, την ίδια στιγμή που δεν σταματούμε να λέμε πόσο πολλή ανάγκη τα έχουμε.

    Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

    Οι επενδύσεις και η ανάπτυξη δεν είναι πράγματα της ίδιας φύσης με τις περικοπές δαπανών, μισθών και συντάξεων. Εννοείται ότι πρέπει να κάνουμε οικονομία, να μη σπαταλούμε, να εξορθολογίσουμε τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, να εξαλείψουμε τις ενδογενείς αδικίες του συστήματος. Αλλά όλα αυτά είναι συντηρητικά μέτρα και δεν θα βγούμε από τη δίνη της κρίσης μόνο με τέτοια μέτρα.

    Χρειάζεται να δημιουργήσουμε νέο πλούτο. Πρέπει να μπούνε φρέσκα χρήματα στο σύστημα. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει το κράτος. Αυτό όμως που μπορεί και πρέπει να κάνει είναι να μην εμποδίζει, να μην υπονομεύει, να μην αποθαρρύνει, και ―κυρίως― να μην κοροϊδεύει αυτούς που μπορούν να το κάνουν.

    * Αφού για να υπάρξει ανάπτυξη χρειάζονται επενδύσεις,
    * Αφού δεν έχουμε περιθώριο να αφήσουμε καμιά επένδυση ―ντόπια ή ξένη, μεγάλη ή μικρή― να πάει χαμένη,
    * Αφού είναι σαφές ότι χρειαζόμαστε ξένα κεφάλαια, θέσεις εργασίας, και ενεργοποίηση της επιχειρηματικότητας,

    Τι πρέπει να κάνουμε για να μην διώχνουμε τις επενδύσεις που τόσο πολύ χρειαζόμαστε και θέλουμε;

    Η επιχείρηση είναι ένα σύστημα με περίπλοκες αλληλεπιδράσεις με το κοινωνικό, οικονομικό, και φυσικό περιβάλλον, και έχει να επιτελέσει ένα κάθε άλλο παρά εύκολο έργο.

    Αν η επιχείρηση πάει καλά, αν κάνει σωστές προβλέψεις και παραδοχές, αν καταφέρει να παράγει ωφέλιμα και ανταγωνιστικά προϊόντα που οι καταναλωτές θα τα θέλουν και θα τα χρειάζονται, τότε δημιουργείται πλούτος. Οι εργαζόμενοι αμείβονται, οι επενδυτές κερδίζουν, το κράτος παίρνει φόρους. Όλοι είναι ευχαριστημένοι.

    Το κράτος είναι de facto συνεταίρος κάθε επιχειρηματικού εγχειρήματος. Λογικά, θα έπρεπε να συμπεριφέρεται προς τις επιχειρήσεις-συνεταίρους του με καλή θέληση και διάθεση βοήθειας. Εκτός απροόπτου, καμιά σωστή και υγιής επιχείρηση δεν θα χρειαστεί βοήθεια από το κράτος για να κάνει τη δουλειά της, αλλά το κράτος δεν παύει να ελέγχει ένα μεγάλο κομμάτι του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μέσω της εργατικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας, του φορολογικού συστήματος κοκ.

    Ένα κράτος φιλικό προς τις επιχειρήσεις, καταλαβαίνει τις ανάγκες τους και δεν προβαίνει σε ενέργειες που τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Ένα κράτος φιλικό προς τις επιχειρήσεις δεν είναι αναγκαστικά αντικοινωνικό, αντιεργατικό και ανάλγητο. Είναι έξυπνο, αποτελεσματικό και ευέλικτο. Καταλαβαίνει ότι έχει κοινά συμφέροντα με τις επιχειρήσεις. Αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται τις επιχειρήσεις για να παράγουν απασχόληση και πλούτο, και να πληρώνουν φόρους στα κρατικά ταμεία.

    Οι επιχειρήσεις δεν ζητούν πολλά. Το βασικό αίτημά τους είναι σαφήνεια και σταθερότητα: απλό και σταθερό φορολογικό σύστημα, λογική εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία, σαφείς και σταθεροί περιβαλλοντικοί όροι. Η πολυνομία, οι καθυστερήσεις, η διαφθορά, οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα, και γενικά οι ξαφνικές, σπασμωδικές και αψυχολόγητες μεταβολές σε καίριες παραμέτρους του περιβάλλοντος των επιχειρήσεων, δυσκολεύουν και συχνά σκοτώνουν τις επιχειρήσεις.

    Όταν η επιβίωση και η προκοπή των επιχειρήσεων γίνεται προβληματική και φταίει το κράτος γιαυτό, η χώρα δυσφημείται, βγάζει κακό όνομα. Οι επενδυτές γίνονται όλο και λιγότερο πρόθυμοι να φέρουν τα λεφτά τους σ’ αυτές τις χώρες, οι επενδύσεις γίνονται εγχειρήματα υψηλού κινδύνου.

    Η ψυχολογία του υψηλού κινδύνου είναι σήμερα ένα από τα μεγάλα μας προβλήματα. Οι περισσότεροι δεν επενδύουν επειδή φοβούνται, και οι ριψοκίνδυνοι απαιτούν τεράστια κέρδη για να το ρισκάρουν. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στα κρατικά όργανα λόγω του αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα, η ασύλληπτη γραφειοκρατία, η αναποτελεσματικότητα, η αδιαφάνεια στη λειτουργία της διοίκησης, η ευρύτατη διαφθορά, κλπ, δεν συνθέτουν ελκυστικό τοπίο για καμιά επένδυση. Και πόσω μάλλον για μια ξένη επένδυση, που έχει στα πόδια της πραγματικά ελκυστικές εναλλακτικές λύσεις, και μάλιστα στη γειτονιά μας.

    Το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου δεν επιδιώκει να μείνει στην ιστορία ως μεγαλόπνοο, ρηξικέλευθο και μέγα. Είναι ένα νομοσχέδιο των αυτονοήτων, που διαπνέεται από κοινή λογική και θέλει να άρει τα εμπόδια στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων γρήγορα.

    Το ξερίζωμα όλων όσων εθιστήκαμε να υπομένουμε στις σχέσεις μας με τη δημόσια διοίκηση, δηλ. των αιτήσεων και κόντρα αιτήσεων, των συμβουλίων και παρασυμβουλίων, των γνωμοδοτήσεων, των επιτροπών και παραεπιτροπών, κλπ, όλος αυτός ο κυκεώνας, δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζεται αποφασιστικότητα (που υπάρχει) και χρόνος (που δεν υπάρχει).

    Επί δεκαετίες γίνονταν συζητήσεις επί συζητήσεων για μεγάλες επενδύσεις, αλλά επενδύσεις δεν έγιναν ποτέ! Τα κόμματα, ομολόγησαν την πίστη τους καθένα στην ιδεολογία του, κι ύστερα αγκιστρώθηκαν ―και βολεύτηκαν― σε θέσεις αμετακίνητες. Οι ταμπέλες έγιναν βαρίδια και αγκυλώσεις.

    Η μία σχολή ταύτισε την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις με ξεπούλημα και εκμετάλλευση του ιδρώτα του λαού. Η άλλη έσπευδε να θεωρεί κάθε επένδυση, ανεξάρτητα από όρους και σκοπούς, ως μάνα εξ ουρανού. Κανείς από τους δύο δεν έκανε το σωστό για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Το επιχειρηματικό τοπίο έγινε τόσο στρεβλό, ώστε δεν ήταν δυνατό να υπάρχουν υγιείς επιχειρήσεις.

    Αυτά γινόταν στο παρελθόν, αλλά οι καιροί των αερολογιών και των ιδεολογημάτων έχουν παρέλθει. Τα ζητήματα που μας καίνε σήμερα, δεν είναι ιδεολογικά. Είναι ζητήματα κοινής λογικής.

    Η Ελλάδα είναι πολιτισμικά, ιστορικά, παραδοσιακά η πιο κατάλληλη χώρα για να παίξει το ρόλο της γέφυρας ανάμεσα στην Ευρώπη και τις αναδυόμενες οικονομίες του BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα), καθώς ποτέ δεν υπήρξε δύναμη αποικιοκρατίας και δεν έχει εκδηλώσει γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς.

    Οι δυνατότητες της οικονομίας μας στο μέλλον είναι απεριόριστες με μία βασική προϋπόθεση: ότι θα ξεκολλήσουμε από τα στρεβλά στερεότυπα του παρελθόντος, θα πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας, και θα δημιουργήσουμε άμεσα τις υποδομές και τα κίνητρα για να εκμεταλλευτούμε την γεωγραφική μας θέση.

    Αν γίνουν εφικτές κάποιες από τις συμφωνίες που αυτό τον καιρό διαφαίνονται στον ορίζοντα, θα λειτουργήσουν ως μαγνήτης. Θα αποδείξουμε ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει πόλος έλξης άμεσων ξένων επενδύσεων παρά τα υπαρκτά ακόμη προβλήματα γραφειοκρατίας, διαφθοράς και αναβλητικότητας.

    Το παρόν σχέδιο νόμου προσφέρει έναν γρήγορο δρόμο για τη δημιουργία και εγκατάσταση μεγάλων επενδύσεων που τόσο χρειαζόματε. Επισπεύδει διαδικασίες, περιορίζει προθεσμίες, και βγάζει από την εξίσωση διάφορες εκφάνσεις της διαφθοράς.

    Ταυτόχρονα, λειτουργεί ως οδηγός: ανοίγει το δρόμο και για τη ντόπια επιχειρηματικότητα, τις μικρές, μεσαίες και μεγάλες εγχώριες επενδύσεις, ώστε οι πρακτικές του να εφαρμοστούν σταδιακά και σ’ αυτές.

    Επενδύσεις προσελκύουν οι ουσιαστικά εξωστρεφείς χώρες, εκείνες που αφουγκράζονται τις ανάγκες των επιχειρήσεων και παρέχουν επιχειρηματικά περιβάλλοντα φιλικά από όλες τις απόψεις. Για να γίνει η Ελλάδα εξωστρεφής και ελκυστική, πρέπει να αποβάλει άμεσα τις στρεβλώσεις και τα βαρίδια, και να αναπτύξει χαρακτηριστικά που να εξαίρουν το μεγαλείο του φυσικού και του ανθρώπινου πλούτου της.

    Η απλούστευση των διαδικασιών είναι ένα καλό ξεκίνημα ενός αποτελεσματικού πλαισίου επενδυτικής φιλοξενίας. Δεν είναι δυνατό να ελπίζουμε σε μεγάλες επενδύσεις όταν, από την ίδρυση μέχρι την πτώχευση, οι διαδικασίες, τα κόστη και οι χρόνοι που απαιτούνται είναι δυσανάλογα σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες. Ποιός επενδυτής έχων σώας τας φρένας θα έφερνε τα λεφτά του στην Ελλάδα όταν το μικρότερο διάστημα που απαιτείται για την έγκριση μίας επένδυσης είναι 2-3 χρόνια;

    Αν δεν καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, αν δεν συμφωνήσουμε στα αυτονόητα, τα λογικά και τα προφανή, χωρίς παρωπίδες και ιδεολογικές προκαταλήψεις, αν δεν τα πετύχουμε αυτά ΤΩΡΑ και ΟΧΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, η πολυπόθητη ανάκαμψη δεν θα ΄ρθει ποτέ.

    Κάποια στιγμή θα επέλθει κόπωση από τα μέτρα προσαρμογής ― θα είναι η αντίδραση στη λιτότητα και την υπέρμετρη φορολογία που επιβαρύνει την πραγματική οικονομία, δηλαδή τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τότε θα ρίχνουμε τις ευθύνες ο ένας στον άλλο και θα κλαίμε για το κακό που μας βρήκε. Αλλά δεν θα μας έχει βρεί αυτό. Θα ‘χουμε βγάλει τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια.

    Έστω και τώρα, ας σοβαρευτούμε. Ας ξεκολλήσουμε από τη στείρα πολιτική του πεζοδρομίου. Όσοι έχουν αντιρρήσεις, ας τις τεκμηριώσουν κι ας προτείνουν τις απαραίτητες κατά τη γνώμη τους διορθώσεις αντί να επιδίδονται σε λαϊκισμούς. Αντί να λένε πάντα όχι στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, ας πούνε τι λείπει ώστε να πούνε ναι.

    Όσοι επιμείνουν στο όχι, ας αναλάβουν την ευθύνη της άρνησής τους. Χρόνος για άλλες κωλυσιεργίες ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Ας απαντήσουμε εδώ και τώρα αν θέλουμε επενδύσεις ή όχι. Αν δεν τις θέλουμε, να το λέμε γρήγορα, έντιμα και ευθαρσώς, αναλαμβάνοντας και το κόστος. Αλλά, εφόσον λέμε ΝΑΙ στις επενδύσεις, να το λέμε έγκαιρα, έντιμα και να το εννοούμε. Όχι μετά από μια τριετία που έχει σπαταλήσει ο επενδυτής τρέχοντας από υπηρεσία σε υπηρεσία, πληρώνοντας, λαδώνοντας και παρακαλώντας, για να εισπράξει εν τέλει μια άρνηση της διοίκησης.

    Αυτά τα απλά και αυτονόητα θέλει να κάνει αυτό το νομοσχέδιο. Λέει ναι στις μεγάλες επενδύσεις και το εννοεί, επισπεύδοντας όσο περισσότερο γίνεται τις διαδικασίες εγκατάστασης μιας μεγάλης επένδυσης στη χώρα μας.

    Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.